φιλόκαλος

φιλόκαλος
-η, -ο / φιλόκαλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά το ωραίο, που έχει φιλοκαλία, καλαίσθητος
αρχ.
1. αυτός που τού αρέσει ο στολισμός, ο καλλωπισμός («καὶ φιλόκαλον περὶ ὅπλα καὶ φιλότιμον ἐπὶ πᾱσι τοῑς τοιαύτοις», Ξεν.)
2. αυτός που επιζητεί διάκριση, τιμές
3. αυτός που εκτελεί αριθμητικές πράξεις, λογαριασμούς
4. ο φιλομαθής
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκαλον
η φιλοκαλία.
επίρρ...
φιλοκάλως ΝΜΑ, και φιλόκαλα Ν
με φιλοκαλία, καλαισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + καλός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλόκαλος — loving the beautiful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόκαλος — η, ο επίρρ. α αυτός που αγαπάει το ωραίο, ο φίλος του ωραίου, ο καλαίσθητος: Οι αρχαίοι Αθηναίοι ήταν φιλόκαλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοκαλώτερον — φιλόκαλος loving the beautiful masc acc comp sg φιλόκαλος loving the beautiful neut nom/voc/acc comp sg φιλόκαλος loving the beautiful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκάλως — φιλόκαλος loving the beautiful adverbial φιλόκαλος loving the beautiful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόκαλον — φιλόκαλος loving the beautiful masc/fem acc sg φιλόκαλος loving the beautiful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκαλωτάτη — φιλόκαλος loving the beautiful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκαλωτέρους — φιλόκαλος loving the beautiful masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκαλώτατε — φιλόκαλος loving the beautiful masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκαλώτατοι — φιλόκαλος loving the beautiful masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκαλώτατος — φιλόκαλος loving the beautiful masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”